- σφουγγαρίζω
- και διαλ. τ. σφογγαρίζω Ν [σφουγγάρι]1. καθαρίζω επιφάνεια με σφουγγάρι2. πλένω δάπεδο με σφουγγαρόπανο ή με σφουγγαρίστρα3. συνεκδ. καθαρίζω επιφάνεια με οποιοδήποτε μέσο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφουγγαρίζω — σφουγγαρίζω, σφουγγάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σφουγγαρίζω — σφουγγάρισα, σφουγγαρίστηκα, σφουγγαρισμένος, καθαρίζω το δάπεδο με σφουγγαρόπανο: Σφουγγάρισε το πάτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφουγγάρισμα — το, Ν [σφουγγαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφουγγαρίζω και, κυρίως, καθάρισμα με σφουγγάρι, σφουγγαρόπανο ή σφουγγαρίστρα … Dictionary of Greek
σφουγγαρίστρα — η, Ν 1. όργανο καθαρισμού τού πατώματος που μοιάζει με σκούπα 2. γυναίκα ασχολούμενη με το σφουγγάρισμα δαπέδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγαρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουδαρίσ τρα)] … Dictionary of Greek